μοναδιαίου

μοναδιαίου
μοναδιαῖος
of unit magnitude
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση:  όπου  η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”